- Φίλας
- Φίλᾱς , Φίλαfem acc plΦίλᾱς , Φίλαfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιλάς — Φιλά̱ς , Φιλής masc acc pl Φιλά̱ς , Φιλής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλας — φίλᾱς , φίλος beloved fem acc pl φίλᾱς , φίλος beloved fem gen sg (doric aeolic) φί̱λᾱς , φιλέω love aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подроуга — ПОДРОУГ|А (3*), Ы с. Подруга: [жена] обрѣтши [утерянную драхму] сзывае(т) подругы и сусѣды. (τὰς φίλας) ГБ к. XIV, 74в; не мало зло подъ˫аша безвиньнии хр(с)тьани ѿлѹчаеми. ѡц҃ь ѿ рожении свои(х) братъ ѿ брата дрѹгъ ѿ дрѹга своего. и жены ѿ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επίμαχος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο μάρτυς. Ασκητής, ο οποίος μαρτύρησε στην Αλεξάνδρεια. Η μνήμη του τιμάται στις 31 Οκτωβρίου. 2. Ε. ο μάρτυς. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Ιουλίου. * * * η, ο (AM ἐπίμαχος, ον)… … Dictionary of Greek
μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… … Dictionary of Greek
Βάλακρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός του Μεγάλου Αλέξανδρου (τέλη 4ου αι. π.Χ.). Γιος του Αμύντα, σατράπης της Φρυγίας. Πρώτος σύζυγος της Φίλας, κόρης του Αντιπάτρου. 2. Ένας από τους επτά σωματοφύλακες του Μεγάλου Αλέξανδρου (τέλη 4ου αι. π.Χ … Dictionary of Greek